Mgd Report Main Index

Εισαγωγή
Ορισμός και Ταξινόμηση της Δυσλειτουργίας των Μεϊβομιανών Αδένων
Ανατομία, Φυσιολογία και Παθοφυσιολογία της MGD
Λιπίδια της Δακρυϊκής Στοιβάδας και Αλληλεπιδράσεις Λιπιδίων-
Πρωτεϊνών σε Υγιές Καθεστώς ή σε Καθεστώς Δυσλειτουργίας
Επιδημιολογία και Σχετικοί Παράγοντες Κινδύνου για τη MGD
Διάγνωση της MGD.
Διαχείριση και Θεραπεία της ΜΓΔ

Κλινικές Δοκιμές

 

> βλ. έκθεση σε μορφή PDF

> Επισκόπηση
> σύνδεσμο για να ολοκληρώσετε την έκθεση




Ανατομία, Φυσιολογία και Παθοφυσιολογία της ΜΓΔ


διάχυτη ανωμαλία των μεϊβομιανών αδένων που συνήθως χαρακτηρίζεται
Οι μεϊβομιανοί αδένες είναι μεγάλοι σμηγματογόνοι αδένες που βρίσκονται
στα ταρσαία πέταλα των βλεφάρων. Αυτοί οι αδένες συνθέτουν ενεργά
και εκκρίνουν λιπίδια και πρωτεΐνες που μεταφέρονται στο άνω και κάτω
περιθώριο του βλεφάρου, ακριβώς πίσω από τις δερμοβλεννογόνιες
συνάψεις. Τα αδενικά λιπίδια απλώνονται πάνω στη δακρυϊκή στοιβάδα,
ενισχύουν τη σταθερότητά της και αποτρέπουν την εξάτμισή της.
Οι μεϊβομιανοί αδένες, αντίθετα με άλλους σμηγματογόνους αδένες, δεν έχουν
άμεση επαφή με τα θυλάκια της τρίχας. Κάθε μεϊβομιανός αδένας αποτελείται
από πολλαπλές εκκριτικές κυψελίδες που περιέχουν μεϊβοκύτταρα, πλευρικούς
πόρους, έναν κεντρικό πόρο και έναν τελικό εκφορητικό πόρο, ο οποίος ανοίγει
στο οπίσθιο περιθώριο του βλεφάρου. Ο αριθμός και ο όγκος των μεϊβομιανών
αδένων είναι μεγαλύτερος στο άνω βλέφαρο από ό,τι στο κάτω, αλλά η σχετική
λειτουργική συνεισφορά των αδένων του άνω και του κάτω βλεφάρου στη
δακρυϊκή στοιβάδα δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα. Επίσης, άγνωστη παραμένει
η πηγή(-ές) των βλαστοκυττάρων για αυτόν τον αδένα.
Οι μεϊβομιανοί αδένες έχουν πυκνή νεύρωση και η λειτουργία τους ρυθμίζεται
από ανδρογόνα, οιστρογόνα, προγεστίνες, ρετινοϊκό οξύ και αυξητικούς
παράγοντες, και πιθανώς από νευροδιαβιβαστές. Οι αδένες παράγουν
πολικά και μη πολικά λιπίδια μέσω μίας σύνθετης διαδικασίας που δεν έχει
γίνει πλήρως κατανοητή. Αυτά τα λιπίδια εκκρίνονται στους πόρους μέσω
μίας ολοκρινούς διαδικασίας. Η ελευθέρωση των μεϊβομιανών εκκρίσεων
στο βλέφαρο πραγματοποιείται με μυϊκή σύσπαση κατά την κίνηση του
βλεφάρου.
Η δυσλειτουργία των μεϊβομιανών αδένων προκαλείται κυρίως από την
απόφραξη του τελικού πόρου με πεπαχυμένες, αδιαφανείς μεϊβομιανές
εκκρίσεις που περιέχουν κερατινοποιημένο κυτταρικό υλικό. Η απόφραξη
αυτή οφείλεται αντίστοιχα σε υπερκερατινοποίηση του επιθηλίου του
πόρου και στο αυξημένο ιξώδες των μεϊβομιανών εκκρίσεων. (Εικόνα 2).
Αυτή η αποφρακτική διαδικασία επηρεάζεται από ενδογενείς παράγοντες,
όπως η ηλικία, το φύλο και ορμονικές διαταραχές, καθώς και από εξωγενείς
παράγοντες, όπως η τοπική φαρμακευτική αγωγή. Η απόφραξη μπορεί να έχει
ως αποτέλεσμα ενδοαδενική κυστική διάταση, ατροφία των μεϊβοκυττάρων,
απώλεια αδένων και χαμηλή έκκριση, συνέπειες που συνήθως δεν
περιλαμβάνουν φλεγμονώδη κύτταρα. Το τελικό αποτέλεσμα της MGD
είναι μειωμένη διαθεσιμότητα μεϊβομιανών εκκρίσεων στο περιθώριο του
βλεφάρου και τη δακρυϊκή στοιβάδα. Συνέπεια των ανεπαρκών λιπιδίων
μπορεί να είναι αυξημένη εξάτμιση, υπερωσμωτικότητα και αστάθεια της
δακρυϊκής στοιβάδας, αυξημένη ανάπτυξη βακτηρίων στο περιθώριο
του βλεφάρου, ξηροφθαλμία με εξάτμιση και φλεγμονή της οφθαλμικής
επιφάνειας και βλάβη.
Συνολικά, η MGD είναι μία πολύ σημαντική πάθηση που έχει υποτιμηθεί, και
πιθανότατα είναι η συχνότερη αιτία της ξηροφθαλμίας.