Mgd Report Main Index

Εισαγωγή
Ορισμός και Ταξινόμηση της Δυσλειτουργίας των Μεϊβομιανών Αδένων
Ανατομία, Φυσιολογία και Παθοφυσιολογία της MGD
Λιπίδια της Δακρυϊκής Στοιβάδας και Αλληλεπιδράσεις Λιπιδίων-
Πρωτεϊνών σε Υγιές Καθεστώς ή σε Καθεστώς Δυσλειτουργίας
Επιδημιολογία και Σχετικοί Παράγοντες Κινδύνου για τη MGD
Διάγνωση της MGD.
Διαχείριση και Θεραπεία της ΜΓΔ

Κλινικές Δοκιμές

 

> βλ. έκθεση σε μορφή PDF

> Επισκόπηση
> σύνδεσμο για να ολοκληρώσετε την έκθεση




Επιδημιολογία και Σχετικοί Παράγοντες Κινδύνου για τη ΜΓΔ

Παρότι η αιτιολογία για τη MGD μπορεί να διαφέρει από την αιτιολογία
για την ξηροφθαλμία με έλλειψη υδατικού στοιχείου (που οφείλεται σε
ανεπαρκή παραγωγή των δακρυϊκών αδένων), οι δύο παθήσεις έχουν
πολλά κοινά κλινικά χαρακτηριστικά, όπως συμπτώματα ερεθισμού της
οφθαλμικής επιφάνειας και οπτική διακύμανση, αλλοιωμένη σταθερότητα
της δακρυϊκής στοιβάδας και πιθανό κίνδυνο για την οφθαλμική επιφάνεια.
Όταν η MGD είναι κάποιου βαθμού μπορεί να προκαλέσει τη δεύτερη
βασικότερη υποκατηγορία ξηροφθαλμίας, την ξηροφθαλμία «με εξάτμιση».
Οι υποκατηγορίες αυτές δεν αλληλοαποκλείονται.
Η επιδημιολογική έρευνα της MGD έχει περιοριστεί ελλείψει ενός κοινά
αποδεκτού ορισμού ή τυποποιημένης κλινικής αξιολόγησης που να
χαρακτηρίζει αυτή την πάθηση. Υπάρχει έλλειψη στοιχείων για τη φυσική
ιστορία της MGD, τις πραγματικές διεργασίες δηλαδή που προκαλούν
τη MGD, καθώς και για το χρονικό σημείο της πάθησης στο οποίο
αναπτύσσονται τα συμπτώματα. Δεν είναι επίσης σαφές αν τα συμπτώματα
της MGD εμφανίζονται κατά την έναρξη ή μετά την πρόκληση βλάβης στους
μεϊβομιανούς αδένες και την αλλοιωμένη παραγωγή μεϊβομιανών εκκρίσεων,
ή αν αντίθετα προκαλούνται από επακόλουθη βλάβη άλλων ιστών της
οφθαλμικής επιφάνειας.
Η καταγραφείσα συχνότητα της MGD διαφέρει ευρέως. Μία αξιοσημείωτη
παρατήρηση είναι ότι η συχνότητα της MGD εμφανίζεται πολύ υψηλότερη
στους ασιατικούς πληθυσμούς (Πίνακας 1), και κυμαίνεται από 46,2% έως
69,3% σε διάφορες μελέτες με βάση πληθυσμό. Αντίθετα, η συχνότητα στον
καυκάσιο πληθυσμό κυμαίνεται από 3,5% έως 19,9%. Πολλοί άνθρωποι
που παρουσιάζουν κλινικές ενδείξεις της MGD, παρουσιάζουν επίσης
αλληλοκαλυπτόμενα συμπτώματα ξηροφθαλμίας.
Ένας αριθμός οφθαλμικών, συστημικών παραγόντων και παραγόντων που
σχετίζονται με φαρμακευτική αγωγή μπορεί να συνυπάρχουν ή ενδεχομένως
να συμβάλουν στην παθογένεση της MGD. Στους οφθαλμικούς παράγοντες
μπορεί να περιλαμβάνονται οπίσθια βλεφαρίτιδα, χρήση φακών επαφής,
το παράσιτο Demodex folliculorum και ξηροφθαλμία. Στους συστημικούς
παράγοντες που ενδέχεται να προωθούν τη MGD περιλαμβάνονται, μεταξύ
άλλων, έλλειψη ανδρογόνων, εμμηνόπαυση, γήρανση, σύνδρομο του Sjogren,
επίπεδα χοληστερόλης, ψωρίαση, ατοπία, ροδόχρου ακμή, υπέρταση και
καλοήθη υπερπλασία του προστάτη (BPH). Στα φάρμακα που σχετίζονται με
την παθογένεση της MGD περιλαμβάνονται αντιανδρογόνα, φάρμακα για την
αντιμετώπιση της BPH (π.χ. αντιανδρογόνα), μετεμμηνοπαυσιακή ορμονική
θεραπεία (π.χ. οιστρογόνα και προγεστίνες), αντισταμινικά, αντικαταθλιπτικά
και ρετινοειδή. Τα λιπαρά οξέα Ω-3 ίσως έχουν προστατευτική δράση.
Συνοπτικά, η MGD φαίνεται να είναι ένα σημαντικό πρόβλημα με πιθανά
σοβαρές συνέπειες στην ευημερία. Ωστόσο, ακόμα και βασικά στοιχεία
σχετικά με την συχνότητα της, τη δημογραφική και γεωγραφική κατανομή,
τους παράγοντες κινδύνου και τις συνέπειες στην υγεία των ματιών και
την ποιότητα ζωής μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται γνωστά. Το ίδιο ίσχυε
και για την ξηροφθαλμία πριν από δέκα χρόνια και σε αυτό το διάστημα,
οι ερευνητικές προσπάθειες προχώρησαν σημαντικά. Είμαστε σίγουροι
ότι είναι πλέον ο καιρός να ασχοληθούμε και με τη συστηματική μελέτη
της MGD. Μέσα από τέτοιες προσπάθειες η πάθηση θα γίνει καλύτερα
κατανοητή και θα αρχίσουν να αναπτύσσονται στρατηγικές για την πρόληψη
και τη θεραπεία της.